- συνεώρα
- συνεώρᾱ , συνοράωto be able to seeimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεωραμένα — συνεωρᾱμένα , συνοράω to be able to see perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic) συνεωρᾱμένᾱ , συνοράω to be able to see perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic) συνεωρᾱμένᾱ , συνοράω to be able to see perf part mp fem nom/voc sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεωραμένην — συνεωρᾱμένην , συνοράω to be able to see perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεωράθη — συνεωρά̱θη , σύν ἐωρέω aor ind pass 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεώραται — συνεώρᾱται , συνοράω to be able to see perf ind mp 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)